Η ιστορία του Ρεθεμνιώτικου Καρναβαλιού βρίσκεται στις αρχές του 20ου αιώνα και συγκεκριμένα στο 1901, επί Κρητικής Πολιτείας. Τότε έχουμε αναφορά για το πρώτο καρναβάλι, δείχνοντας ότι το Ρέθυμνο ανέκαθεν ήταν πρωτοπόρο στις καρναβαλικές εκδηλώσεις.
ΑΠΟΚΡΙΑΤΙΚΕΣ ΕΚΔΗΛΩΣΕΙΣ ΠΡΙΝ ΤΗΝ ΕΝΩΣΗ
Από το 1883, όπως αναφέρει η εφημερίδα “Νέος Ραδάμανθυς”, έχουμε αποκριάτικους χορούς σε οικογενειακό κύκλο, ενώ την τελευταία Κυριακή των Απόκρεων μεταμφιεσμένοι Ρεθεμνιώτες βγήκαν στους δρόμους για να διασκεδάσουν. Όπως φαίνεται οι Απόκριες αποτελούσαν ανέκαθεν ένα πολύ σπουδαίο γεγονός για το Ρέθυμνο και τους κατοίκους του. Έτσι, το 1888, όπως αναφέρει η εφημερίδα “Αρκάδιον”, αναβλήθηκε μια δημόσια εκδήλωση κάποιου Συλλόγου εξαιτίας της γιορτής των Αποκριών. Ο συγκεκριμένος Σύλλογος προφανώς φοβήθηκε να κάνει την εκδήλωσή του, φοβούμενος ότι θα έχει μικρή προσέλευση κόσμου λόγω των Αποκριών.
H ΠΡΩΤΗ ΠΑΡΕΛΑΣΗ
Η έμφυτη αυτή ανάγκη των Ρεθεμνιωτών για ξεφάντωμα τις ημέρες των Αποκριών οδήγησε στη διενέργεια του πρώτου οργανωμένου καρναβαλιού.
Σε φύλλο της εφημερίδας “Αναγέννηση” του Ρεθύμνου του 1900 πληροφορούμαστε ότι είχε δημιουργηθεί επιτροπή διοργάνωσης του Καρναβαλιού. Την έμπνευση για τη διοργάνωση αυτού του πρώτου καρναβαλιού είχε ο Φιλεκπαιδευτικός Σύλλογος Ρεθύμνου, με τον Πρόεδρό του Κωνσταντίνο Πετυχάκη.
Έτσι, τον Φεβρουάριο του 1901, όπως αναφέρει ο γνωστός ιστοριοδίφης Γ.Π. Εκκεκάκης, η χανιώτικη εφημερίδα “Πατρίς” δημοσιεύει άρθρο με τίτλο «Αι Απόκρεω εν Ρεθύμνω». Το ρεπορτάζ υπογράφει ο ανταποκριτής της εφημερίδας στο Ρέθυμνο με το ψευδώνυμο «Ρεθεμνιώτης». Γράφει χαρακτηριστικά η εφημερίδα:
«…Εις κανέν άλλο της Κρήτης μέρος δεν εορτάσθησαν ως παρ’ ημίν τα καρναβάλια … Την έναρξιν της παρελάσεως όρισε το Κομιτάτον [= η επί τούτου οργανωτική ομάδα] από της 3ης μεταμεσημβρινής ώρας. Όμως πολύ ενωρίτερον είχε κατακλυσθεί η οδός Τσάρου υπό του πλήθους. Τα παράθυρα και οι εξώσται εκάμπτοντο-αλλά και εκαμάρωνον-υπό το επίχαρι βάρος όπερ επεκόσμει ταύτα … Ενωρίς ωσαύτως ήρχισε και ο πόλεμος … Επεκράτει το κομφετί, εφεδρείαν δ’ εσχημάτιζον τα φασόλια και τα πίσα [=μπιζέλια] και αραιότερον πυρ τα κουφέτα! Την 3ην ακριβώς παρήλασε το μεγαλοπρεπές άρμα του Καρναβάλου, κατακλυσθέν υπό του χαρτοπολέμου, ον και αυτό βροχηδόν επέχεε. Έπειτα επεφάνησαν αι μασκαράται …»
Στην παρέλαση συμμετείχαν και άρματα, τα καλύτερα από τα οποία βραβεύτηκαν. Ένα από τα βραβευμένα άρματα είχε για θέμα του την κυβέρνηση της Κρητικής Πολιτείας:
«…Άρμα, ικανώς ωραία εστολισμένον, παρίστα την αίθουσαν του υπουργικού μας συμβουλίου. Πέριξ τραπέζης εκάθηντο οι τέσσαρες υπουργοί με τους υψηλούς των πίλους, υπογράφοντες διορισμούς … με μισθούς ποικίλλοντας από 1000 έως 8000 δραχμάς. Και εσύρετο [το συγκεκριμένο άρμα όχι από ζώα, αλλ’] υπό του λαού, κυρτουμένου υπό το βάρος των φόρων…»
Άλλα θέματα αρμάτων ή συνθέσεων ήταν: το πάγωμα των έργων στο Λιμάνι, η μάταιη αναζήτηση πτυχιούχου οικονομολόγου για την Τράπεζα Κρήτης, ο Γενικός Επιθεωρητής της Εκπαίδευσης που επιθεωρούσε τα σχολεία με … τηλεσκόπιο, η έλλειψη μέσων στο τοπικό Νοσοκομείο, η μειωμένη κίνηση στη ρεθεμνιώτικη αγορά κ.λπ. Η παρέλαση κράτησε 3 ½ ώρες και η εκδήλωση ολοκληρώθηκε με βεγγαλικά, πράγμα όχι σύνηθες για κείνη την εποχή.
Ο Βασιλιάς καρνάβαλος πάνω στο άρμα του στην οδό Τσάρων (Αρκαδίου) (Αρχείο Κοσμά Περπυράκη)
Αλλά και το 1907 έχουμε οργανωμένο καρναβάλι. Το μόνο στοιχείο που σώζεται απ’ αυτό είναι η προσφώνηση προς τον Βασιλιά Καρνάβαλο και η αντιφώνησή του. Ο κειμενογράφος σατιρίζει την άνεση που ζουν οι εύπορες οικογένειες του Ρεθύμνου της εποχής, η οποία βρίσκεται σε κραυγαλέα αντίθεση με τη στερημένη ζωή της πλειονότητας των κατοίκων.
…Εδώ οι κυανόαιμοι ευρίσκονται πολίται
εδώ και η ευγένεια και αι περγαμηναί
μόνον εδώ η γαλλική απταίστως ομιλείται
και ρεβεράνς κυριαρχούν όντως Παρισιναί
Εδώ – εδώ Καρνάβαλε η κάθε αυθεντία
με ύφος αρειμάνιον με γλώσσαν αυστηράν
και αι αριστοκράτιδες μέσα στα καφενεία
διδάσκουσιν εις τον λαόν την συμπεριφοράν…
Τον επόμενο χρόνο, το 1908, πραγματοποιήθηκε αποκριάτικος χορός του Εμπορικού Συλλόγου Ρεθύμνου στην πολυτελή αίθουσα «Ιδαίον Άντρον» με σκοπό τη συγκέντρωση χρημάτων για την ανέγερση του ναού των Τεσσάρων Μαρτύρων. Προφανώς ο χορός στέφθηκε από μεγάλη επιτυχία αφού τελείωσε στις 4:30 το πρωί.
Ο ΚΟΣΜΟΣ ΔΙΑΣΚΕΔΑΖΕΙ ΑΝΟΡΓΑΝΩΤΑ ΑΛΛΑ ΜΕ ΚΕΦΙ
Ασφαλώς, αυτά τα πρώτα καρναβάλια δεν προέκυψαν τυχαία. Οι Ρεθεμνιώτες από παλιά, από τα τελευταία χρόνια της Τουρκοκρατίας κιόλας, αλλά κυρίως μετά το 1898 που έχουμε την Κρητική Πολιτεία, δεν έχαναν ευκαιρία για διασκέδαση. Και η περίοδος της Αποκριάς προσφερόταν για τέτοια διασκέδαση. Φτωχοί βιοπαλαιστές με μεγάλα οικονομικά προβλήματα, τα παραμέριζαν προσωρινά και πρωτοστατούσαν στα αποκριάτικα γλέντια. Πολλοί Ρεθεμνιώτες εκείνα τα προπολεμικά χρόνια τραγουδούσαν και άλλοι έπαιζαν κάποιο μουσικό όργανο, όπως μαντολίνο, βιολί, ή φυσαρμόνικα. Όλες τις Απόκριες υπήρχε ζωηρή κίνηση στα σπίτια, στα μαγαζιά και τις ταβέρνες του Ρεθύμνου και μια διαφορετική φασαρία στους δρόμους από τους τραγουδιστάδες, μικρούς και μεγάλους, που χόρευαν και τραγουδούσαν, με συνοδεία οργάνων, την «Ανθισμένη Αμυγδαλιά», τη «Μοδιστρούλα», «Της νύχτας τη σιγαλιά» και άλλες αξέχαστες επιτυχίες της εποχής.
Ρεθεμνιώτες διασκεδάζουν σε σπίτι την περίοδο των Αποκριών. (Αρχείο σελ. fb ΡΕΘΥΜΝΟ ΙΣΤΟΡΙΑ-ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ)
Αλλά και οι κάτοικοι των προαστίων και κυρίως των Περιβολίων, από τη μέρα που άνοιγε το Τριώδιο και κάθε Κυριακή μαζεύονταν οι συγγενείς σε ένα από τα σπίτια του σογιού, έτρωγαν, έπιναν και αναθυμόνταν κι αυτοί τα παλιά. Τέλος κατέληγαν στο γλέντι με τη βοήθεια των τόσων κι τόσων οργανοπαιχτών και τραγουδιστάδων που είχε η περιοχή, γράφει ο Αλκιβιάδης Μαυράκης.
Οι Περβολιανοί ξεχνούσαν για λίγο τις σκοτούρες της πολυβασανισμένης ζωής των και ζούσανε λίγες μέρες σαν σε κόσμο άλλο, όπου κυρίαρχος δεν ήτανε ο κόπος, ο μόχθος, η στέρηση και η μιζέρια, αλλά η ξεγνοιασιά, το γλέντι κι ο επίπλαστος πλούτος και η αφθονία. Κι ήταν πράγματι κάποια αφθονία, γιατί πολλοί έτρεφαν ένα χοίρο, που τον έσφαζαν την Τσουκνοπέμπτη ή και πρωτύτερα και τον άφηναν για οικογενειακή κατανάλωση και ευωχία. Εφύλαγαν από το προηγούμενο καλοκαίρι ένα τυρί πεντέξι οκάδες κι έναν ανθότυρο για τις μέρες της Τυρινής. Δεν έλειπε και η ξυνομυζήθρα. Έτσι στα τραπέζια της αποκριάς, κυριαρχούσαν τα λαζάνια με τυρί, οι μυζηθρόπιτες οι οματές του χοίρου, η τσιλαδιά (πηχτή) και ο βραστός χοίρος. Γλυκό των ημερών ήταν ο «τσουλαμάς». Τις μέρες αυτές κανείς δεν έμενε μόνος στο σπίτι με την οικογένειά του, αναφέρει χαρακτηριστικά ο Δημήτρης Βιβυλάκης.
Στα Περβόλια όμως αναβίωνε και το έθιμο της καμήλας. Ας δούμε πώς την περιγράφει ο τροβαδούρος του Ρεθύμνου Γιώργος Καλομενόπουλος:
Την προσμένουν όλοι
κάθε τέτοια σκόλη
σαν τη σημερνή
Δες την καταφτάνει
και φορεί …φουστάνι …
λινατσοπανί
Να την ξεπροβάλλει
γαϊδουριού κεφάλι
πόδια ανθρωπινά
«Γκελαμά ελ- Γκάλη»
μ’ όρεξη μεγάλη
το σκοπό αρχινά
Κι όλο αστεία κάνει
χαιρετά …δαγκάνει
και σκορπάει κέφι
Ένας …τα μαζεύει
κι άλλος τη χορεύει
παίζοντας το ντέφι
Γέλια, Θεέ μου, γέλια
κάνουν τα κοπέλια
που απ’ το πρωί
την ακολουθούνε
πού να θυμηθούνε
σπίτι και φαί
Μάνες καρτερούνε
κι όλες βλαστημούνε
βέργες σειούν και ξύλα
Νύχτα πια σιμώνει
δε γυρνούν ακόμη
Αχ! καμήλα σκύλα
Αποφτάνουν βράδυ
τα κοπέλια, ομάδι
μουλωχτά σπουργίτια
Των παιδιών η Μοίρα
ησυχία γύρα
θρήνος …μες στα σπίτια.
ΟΙ ΑΠΟΚΡΙΕΣ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ
Αλλά και μέσα στην πόλη του Ρεθύμνου το κέφι ήταν αστείρευτο. Κάποιοι από τους παραδοσιακούς γλεντζέδες του Ρεθύμνου σχημάτιζαν το περίφημο «κομιτάτο», με ειδικότητες και ιδιότητες που θα βοηθούσαν την καλύτερη διοργάνωση του άτυπου καρναβαλιού. Ήταν άνθρωποι από όλες τις κοινωνικές τάξεις, πλούσιοι και φτωχοί, μορφωμένοι και μεροκαματιάρηδες, που εκείνες τις μέρες ξεχνούσαν αυτές τις διαφορές τους και ένωναν τις δυνάμεις τους για τον ίδιο σκοπό.
Με το άνοιγμα του Τριωδίου ήταν σε γενική «επιστράτευση» όλοι αυτοί, ηθοποιοί, γελωτοποιοί, μουσικοί, ερασιτέχνες όλοι, εραστές της διασκέδασης και της αθώας, έστω και με κάποιες υπερβολές σάτιρας. Οι μουσικοί, οι οργανοπαίκτες και οι τραγουδιστές της εποχής όλων των τάξεων, επιστήμονες, μαραγκοί, υποδηματοποιοί, υπάλληλοι ήταν άριστα καταρτισμένοι τόσο στην κλασική μουσική όσο και στη σύγχρονη της μαντολινάτας, της τετραφωνίας και την Κρητική. Καθόλου τυχαίο αυτό από τη στιγμή που η Δημοτική Φιλαρμονική ήταν ένα σχολείο και μάλιστα με άριστους δασκάλους, μοναδικό, ίσως, παράδειγμα τόσο στην Κρήτη αλλά και στην Ελλάδα.
Εκείνες τις ημέρες και ιδίως την τελευταία Κυριακή της Αποκριάς, όλα σχεδόν τα σπίτια ήταν ανοιχτά και μέσα στρωμένα τα τραπέζια με μεζέδες της εποχής και όλοι, παρέες-παρέες τα επισκέπτονταν και με τραγούδια και χορούς έτρωγαν και έπιναν. Λουκάνικα, απάκια, σίγλινα, οματές και ό,τι άλλο υπήρχε εκείνη την εποχή βρισκόταν στο τραπέζι, με καλή καρδιά.
Η διασκέδαση άρχιζε μετά τη λειτουργία. Μέχρι τις απογευματινές ώρες που θα περνούσε ο βασιλιάς Καρνάβαλος, το γλέντι έφτανε στο κατακόρυφο και όλοι, τραγουδώντας έβγαιναν στην οδό Τσάρου (Αρκαδίου) και άρχιζε ο φασουλοπόλεμος. Από τα μπαλκόνια που ήταν γεμάτα μασκαρεμένους και μη, κρατούσαν μεγάλες σακούλες που ήταν γεμάτες φασόλια και αλληλοβομβαρδίζονταν, τόσο με αυτούς που βρίσκονταν στα απέναντι μπαλκόνια ή παράθυρα, όσο και με τους διερχόμενους. Οι πιο εύποροι είχαν σερπαντίνες και χαρτοπόλεμο. Το γλέντι στους δρόμους διαρκούσε μέχρι να νυχτώσει, στα σπίτια όμως συνεχιζόταν μέχρι το πρωί. Το επόμενο πρωί η οδός Τσάρου ήταν καλυμμένη με ένα παχύ στρώμα από φασόλια, σερπαντίνες και χαρτοπόλεμο.
Βέβαια, δεν έλειπαν και οι κατά καιρούς απαγορεύσεις, που ήταν συνυφασμένες με τις κατά καιρούς κοινωνικές και πολιτικές καταστάσεις. Έτσι, το 1909 έχουμε αστυνομική διαταγή που απαγορεύει τις μάσκες «προσωπείον», όπως επίσης και μεταμφίεση με ρούχα που φορούν οι θρησκευτικοί λειτουργοί.
ΑΠΟΚΡΙΑΤΙΚΕΣ ΕΚΔΗΛΩΣΕΙΣ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΕΝΩΣΗ
ΤΟ ΚΑΡΝΑΒΑΛΙ ΤΟΥ 1915
Το 1915, δύο χρόνια μετά την Ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα έχουμε και το πρώτο μεγάλο, σχετικά οργανωμένο, καρναβάλι, με ιδιωτική πάντα πρωτοβουλία.
Το περίφημο μαντολίνο του 1915. (Αρχείο Μανού Αστρινού)
Εκείνη τη χρονιά Οι αδερφοί Νίκος και Βαγγέλης Μουντριανάκης, επιπλοποιοί με καταγωγή από την Πηγή, σκάρωσαν επάνω σε ένα μακρύ κάρο, ένα τεράστιο μαντολίνο που είχε δώδεκα μέτρα μάκρος, τέσσερα πλάτος και δυο μέτρα βάθος. Έκαμαν το σκελετό με λεπτά ξύλα και τον επένδυσαν με πανί που είχε καφέ και άσπρες λουρίδες, όπως είναι εκείνες του μαντολίνου. Μάσκες ήσαν τα κλειδιά και ο καβαλάρης αυτού του πρωτότυπου μαντολίνου οι χορδές του άσπρα σχοινιά και τριγύρω του ήταν λουλούδια. Ο θρόνος του Καρνάβαλου ήταν στο κάρο στερεωμένος, αλλά φαινόταν να είναι στη βάση του μαντολίνου εκεί που στερεώνονται οι χορδές.
Στην παρέα τους συμμετείχαν και αρκετοί Ρεθεμνιώτες: Οι δάσκαλοι Σταυρακάκης και Ηλιακάκης που παίζανε βιολί, ο Μανόλης (Χρύσανθος) Βιτζικουνάκης μαντολίνο, οι Αρτέμης Μπεμπισάκης, Μ. Ηλιακάκης, Κ. Βαρούχας, Π. Σκαντάλης, Ιω. Καμπουράκης, Ν. Γουναρίδης καλοί τραγουδιστές. Είχαν κάνει ένα άρτιο αποκριάτικο συγκρότημα ενώ ο Νίκος Μουντριανάκης έπαιζε ωραία κιθάρα και τραγουδούσε περίφημα. Μέσα στο κουφάρι του τεράστιου μαντολίνου θα έμπαιναν όλοι αυτοί.
Βασιλιάς Καρνάβαλος ήταν ο γαλατάς Μανώλης Κανακάκης, πατέρας του μεγάλου Ρεθεμνιώτη γλύπτη Ιωάννη Κανακάκη. Παρά τη μεγάλη του φαμελιά, με δέκα ή δώδεκα παιδιά και τον καθημερινό αγώνα για επιβίωση, πάντα πρωτοστατούσε στα γλέντια. Ο Βασιλιάς καθότανε στο θρόνο του και κουνούσε τις χορδές του μαντολίνου με ένα ταραχτή, που είχε στο μαγαζί και ανακάτευε το γάλα.
Όλη η δράση είχε μεταφερθεί στη Σοχώρα γιατί εκεί μόνο υπήρχε άνεση χώρου να δουλέψουν οι κατασκευαστές και να χωρέσει το άρμα. Έζεψαν ένα τεράστιο άλογο, φοράδα που το οδηγούσε ένας Οθωμανός, που το είχε και το δούλευε και τις άλλες μέρες κουβαλώντας πέτρες και λάδια και τον γνώριζε.
Όταν όλοι πήραν τις θέσεις τους, άρχισε η θριαμβευτική παρέλαση του Καρναβαλιού.
Ο Βασιλιάς ντυμένος με κόκκινα και χρυσά ρούχα και στέμμα, έδινε συνθήματα.
–Εμπρός παιδιά να φύγουμε
όλοι μας για τα ξένα
με το δικό μας Βασιλιά
του Καρναβάλου Στέμμα…
Ακολούθησαν η «ανθισμένη αμυγδαλιά» και άλλα τραγούδια της εποχής. Και οι μελωδικές φωνές και οι ήχοι των οργάνων σαν έβγαιναν από το τεράστιο μαντολίνο, δημιουργούσαν ένα πραγματικά μοναδικό θέαμα.
Το κάρο με τον Καρνάβαλο ξεκίνησε από την Μαρμαρόπορτα, πέρασε στο Αμπουχούρι, Μεγάλη Πόρτα, Άμμος Πόρτα, πέρασε την οδό Αρκαδίου, μέχρι το φούρνο του Ροδινού που ήταν στον Πόρο του λιμανιού και γύρισε πίσω τον ίδιο δρόμο.
Το σύνθημα του γυρισμού έδωκε ο Βασιλιάς Καρνάβαλος με αφάνταστα γέλια φωνές και τραγούδια. Τα μπαλκόνια, τα παράθυρα, οι στέγες των σπιτιών ήσαν γεμάτες κόσμο που πετούσε λουλούδια και φασόλες στο μαντολίνο του Καρνάβαλου.
Και όλοι πείραζαν το Βασιλιά. Κι αυτός υπόγραφε και κάπου κάπου. Και είχε για πένα ένα τεράστιο καλάμι και για καλαμάρι τον…πισινό της φοράδας. Εκεί βουτούσε και υπόγραφε.
Η ΣΥΜΒΟΛΗ ΤΩΝ ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΩΝ
Το 1922 έγινε η Μικρασιατική καταστροφή και με την ανταλλαγή των πληθυσμών χιλιάδες Μικρασιάτες ήρθαν στην Ελλάδα. Πολλοί από αυτούς ήρθαν και στο Ρέθυμνο. Οι Μικρασιάτες, άνθρωποι με παιδεία, επιχειρηματικό πνεύμα και αξιοσύνη, ανέπτυξαν μια θαυμαστή κοινότητα στο Ρέθυμνο. Ο μικρασιατικός αστικός πληθυσμός, προστιθέμενος στον κρητικό αστικό πληθυσμό, καθόρισε τη σύζευξη της πλούσιας παράδοσης και του πολιτισμού του στην ντόπια παράδοση, επηρεάζοντας μεταξύ άλλων, τη μουσική, τον χορό, τα έθιμα και τις εν γένει δομές ψυχαγωγίας και κοινωνικοποίησης των ανθρώπων.
Οι Μικρασιάτες συμμετείχαν κι αυτοί στα αποκριάτικα γλέντια χρησιμοποιώντας βέβαια τα δικά τους μουσικά όργανα, το βιολί και το σαντούρι τραγουδώντας τραγούδια των αλησμόνητων πατρίδων. Αλλά και να μην υπήρχαν οργανοπαίχτες, έπαιρναν ένα ταβά (ταψί), έδιναν τον ρυθμό και άρχιζε ο χορός και το τραγούδι. Τα σπίτια τους ήταν πάντα ανοιχτά εκείνες τις ημέρες και η μια οικογένεια πήγαινε στο σπίτι της άλλης. Και το τραπέζι στρωμένο πάντα με όλα τα καλούδια που μπορούσαν να διαθέσουν. Την τιμητική τους είχαν οι σμυρναίικοι κεφτέδες, οι χορταρόπιτες και οι τυρόπιτες αλλά και κουρκουμπίνια από αφράτο φύλλο που κολυμπούσαν στο σιρόπι. Και όταν οι μεζέδες τελείωναν έβαζαν ελίτσες στο τηγάνι και το γλέντι συνεχιζόταν μέχρι το πρωί. Και βέβαια υπήρχαν και οι μεταμφιεσμένοι. Έφευγε κάποιος από την παρέα, πήγαινε στο σπίτι του, έβαζε ό,τι παλιόρουχα έβρισκε και γύριζε πίσω, με το πρόσωπο μη καλυμμένο και έκανε αστεία στην παρέα. Άλλος μεταμφιεζόταν σε Τούρκο με γιαταγάνι που «απειλούσε» την παρέα, άλλος παπάς με θυμιατό για να τους αγιάσει…
Την Καθαρά Δευτέρα πήγαιναν όλοι στη θάλασσα με τα σαρακοστιανά τους. Από πολύ νωρίς κάποιοι πήγαιναν για να βγάλουν πεταλίδες και αχινούς και όταν μαζεύονταν οι παρέες τα πρόσφεραν ή έφτιαχναν μια μεγάλη αχινοσαλάτα. Κάποια στιγμή εμφανιζόταν και «ο γάιδαρος», κάποιος δηλαδή με πολύ χιούμορ και φοβερή ετοιμολογία που πέρναγε από τις παρέες και έκανε διάφορα πειράγματα. Επίσης οι λυράρηδες του Ρεθύμνου βρισκόταν εκεί και έπαιζαν αφιλοκερδώς εκείνη την ημέρα για όλες τις παρέες.
ΟΙ ΧΟΡΟΙ ΤΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ ΕΛΛΗΝΙΔΩΝ
Το 1917 ιδρύθηκε στο Ρέθυμνο το Λύκειο Ελληνίδων Ρεθύμνης. Η ίδρυσή του υπήρξε ένας σταθμός για τη ζωή των γυναικών της πόλης αλλά και για την κοινωνική ζωή του Ρεθύμνου.
Ξακουστοί ήταν οι χοροί του Λυκείου Ελληνίδων κατά την περίοδο της Αποκριάς. Αρχικά αυτοί γίνονταν στο «Ιδαίον Άντρον», μια εξαιρετικής πολυτέλειας αίθουσα στην οδό Μελισσηνού, απέναντι από την καθολική εκκλησία, ιδιοκτησίας Χαράλαμπου Σπανδάγου, η οποία είχε κατασκευαστεί την περίοδο της Ρωσοκρατίας. Μετά την αποπεράτωση του κτηρίου του Λυκείου Ελληνίδων στο τέρμα της προκυμαίας, οι χοροί γίνονταν εκεί.
Στους χορούς αυτούς, στους οποίους συμμετείχε η τότε καλή κοινωνία του Ρεθύμνου, οι άντρες φορούσαν σμόκιν ή μαύρο κουστούμι, οι δε γυναίκες θαυμάσια φορέματα που τόνιζαν ακόμη περισσότερο τη χάρη και την ομορφιά τους. Σε όλους τους χορούς η μουσική ήταν ζωντανή από τη Φιλαρμονική του Δήμου, υπό την καθοδήγηση του αρχιμουσικού Νίκου Γκίνου.
Η Μαρία Βαλαρή με βραδινή τουαλέτα έτοιμη για τον χορό του Λυκείου Ελληνίδων.
Την Τσικνοπέμπτη, νωρίς το απόγευμα, γινόταν ο αποκριάτικος παιδικός χορός. Το βράδυ γινόταν ο περίφημος «χορός των Απάχηδων», ο μοναδικός χορός που ήταν μεταμφιεσμένοι οι άντρες. Ήταν ντυμένοι Απάχηδες (περιθωριακοί τύποι) με μαύρη φανέλα ή πουκάμισο, κόκκινο μαντήλι στον λαιμό και στη μέση και μαύρο παντελόνι.
Αναφέρει ο Θεμιστοκλής Βαλαρής: «Μετά τα Βαλς, τα Ταγκό και την Πόλκα, η μουσική ανέκρουε μέρος της μελωδίας των Λανσιέδων για ειδοποίηση να αγκαζάρωμεν τις ντάμες μας, ώστε να σχηματίσωμεν τα καρέ μας. Μετά τους Λανσιέδες, πάλι χορός έως ότου ανακρούσει η μουσική τους ήχους της Κατρίλιας, οπότε πάλι αγκαζάραμεν ντάμες και κλίναμεν έναντι ζεύγος για να τις χορέψουμε, με τα σχετικά παραγγέλματα και με όλο το κέφι. Η τελευταία φιγούρα της Κατρίλιας διετηρείτο άνω από μιάμιση ώρα. Ανεβαίναμε χορεύοντας με τη μουσική πάνω στο θεωρείο της αιθούσης, κατεβαίναμε κάτω στους δρόμους πάλι χορεύοντας ώσπου ν’ ακούμε τη μουσική, με αρχηγό έναν νέο. Μετά απ’ αυτό το παραλήρημα του γλεντιού καθίζαμε σε τραπεζάκια, τα οποία είχαν στρωθεί ενώ χορεύαμε Κατρίλιες στον δρόμο, τρώγοντας τους μεζέδες που είχαν ετοιμάσει οι κυρίες του Λυκείου και πίνοντας μπύρα. Είχε πλέον φτάσει πέντε το πρωί, οπότε με τραγούδια και αφάνταστο κέφι παίρναμε τους δρόμους, χτυπούσαμε τις πόρτες για να ξυπνήσουμε τους συμπολίτες μας και με ενθουσιώδεις φωνές πηγαίναμε πρωί πρωί πλέον στα σπίτια μας».
Η Αιμιλία Βαλαρή με αποκριάτικη στολή σε χορό του Λυκείου Ελληνίδων.
Ο χορός όμως του Λυκείου Ελληνίδων που ξεπερνούσε κάθε λαμπρότητα, ήταν αυτός της τελευταίας Κυριακής των Αποκριών. Περιγράφει χαρακτηριστικά ο Θεμιστοκλής Βαλαρής: «Αυτός ο χορός ήταν μεταμφιεσμένων, όπου οι μεν άνδρες φορούσαν τα συνήθη επίσημα ρούχα τους, για τις γυναίκες όμως το ζήτημα ήταν διαφορετικό. Έπρεπε από παλαιές εικόνες ή άλλα παλαιά σχέδια να διαλέξουν το σχέδιο φορέματος που θα τους πήγαινε καλύτερα και να το φτιάξουν. Κατά τις εννιά το βράδυ άνοιγε η αίθουσα, που χάρη στο διάχυτο φωτισμό έλαμπε σαν παραμυθένιο κλουβί. Έφθαναν, λοιπόν, σιγά σιγά τα ζευγάρια. Όλες σχεδόν οι κυρίες και δεσποινίδες ήταν μασκέ. Άλλες με βαρύτιμα κρινολίνα, άλλες με έξωμες εσθήτες, μπαλαρίνες με λευκές φούστες, Ολλανδέζες με εφαρμοστό σκούρο μπούστο, φούστα μακριά και φαρδιά με τα σαμπό, Κοζάκοι με λουστρίνια στιβάνια, Σπανιόλες με πολύχρωμες πλούσιες φούστες, πιερότοι και ό,τι άλλο μπορεί να φανταστεί κανείς. Σε λίγο γέμιζε η αίθουσα, οπότε, πριν αρχίσει ο χορός, γινότανε στη μέση της η παρέλαση των μεταμφιεσμένων, ώστε να απολαύσουν όλοι οι παρευρισκόμενοι το τόσο ωραίο θέαμα. Αμέσως μετά άρχιζαν οι χοροί της εποχής. Βαλς, Ταγκό, Λανσιέδες, Κατρίλιες. Στην τελευταία φιγούρα της Κατρίλιας γέμιζε η αίθουσα από πολύχρωμες φούσκες, που σαν χείμαρρος, κατά εκατοντάδες, έπεφταν από το ταβάνι, όπου τις είχαν τοποθετήσει κατάλληλα και σκέπαζαν σχεδόν τους χορευτές».
ΟΙ ΣΥΛΛΟΓΟΙ ΚΡΑΤΟΥΝ ΨΗΛΑ ΤΙΣ ΑΠΟΚΡΙΕΣ
Τα χρόνια που δεν είχαμε επίσημο καρναβάλι και παρέλαση οι διάφοροι Σύλλογοι αναλαμβάνουν να διατηρούν το έθιμο και να κρατούν σε υψηλά επίπεδα την καρναβαλική διάθεση.
Έτσι το 1924, στις 2 Φεβρουαρίου, ο Σύλλογος Κυριών διοργανώνει χοροεσπερίδα, στην οποία, παράλληλα θα παιχτεί κωμωδία από μικρούς καλλιτέχνες.
Το 1925 ο Σύλλογος Κυριών και πάλι διοργανώνει τρεις αποκριάτικες χοροεσπερίδες, η μια απ’ αυτές παιδική, ενώ και ο Ερυθρός Σταυρός διοργανώνει τον δικό του αποκριάτικο χορό στο «Ιδαίον Άντρον».
Το 1930 το Λύκειο Ελληνίδων διοργανώνει αποκριάτικο χορό, μεταμφιεσμένων και μη, την τελευταία Κυριακή της Αποκριάς, για πρώτη φορά στην Στρατιωτική Λέσχη. Παρότι ο χορός προέβλεπε μάσκες, οι περισσότεροι επέλεξαν να εκθέσουν τα πρόσωπά τους. Ο συνωστισμός σε αυτόν τον χορό ήταν τέτοιος, που δεν επέτρεψε στους συμμετέχοντες να απολαύσουν τις ιδιαίτερα προσεγμένες μεταμφιέσεις τους.
Το 1933 ο Δήμος Ρεθύμνου διοργανώνει αποκριάτικο χορό στο «Ιδαίον Άντρον» με σκοπό την οικονομική ενίσχυση της Φιλαρμονικής. Την οργανωτική επιτροπή αποτελούν ο ίδιος ο Δήμαρχος Τίτος Πετυχάκης μαζί με δύο Δημοτικούς Συμβούλους. Εκείνη τη χρονιά αποκριάτικοι χοροί έγιναν και από τη Σχολική Εφορεία στον «Οίκο Παιδείας» που «εκπροσωπήθηκαν όλες σχεδόν οι οικογένειες του Ρεθύμνου», καθώς και από το Λύκειο Ελληνίδων, στο «Ιδαίον Άντρον», με κοσμοσυρροή και γλέντι ως το πρωί.
Και το 1935 έχουμε ένα μεγάλο αριθμό αποκριάτικων χορών. Το Λύκειο Ελληνίδων στο «Ιδαίον Άντρον» με γενική είσοδο 15 δραχμές, το Σωματείο αναπήρων και θυμάτων πολέμου στο Ωδείο, καθώς και τον «μέγα χορό του Ωδείου Ρεθύμνου» την τελευταία Κυριακή της Αποκριάς.
Και ενώ οδεύουμε ολοταχώς προς τον Β’ παγκόσμιο πόλεμο, το Ρέθυμνο συνεχίζει να αντιστέκεται με πείσμα. Το 1937 ο Σύλλογος Κυριών Ρεθύμνου διοργανώνει μέγα αποκριάτικο χορό καθώς και παιδικό, ενώ τον ετήσιο αποκριάτικο χορό του πραγματοποιεί και το Ωδείο Ρεθύμνου. Αυτοί φαίνεται να είναι και οι τελευταίοι προπολεμικοί αποκριάτικοι χοροί.
ΠΛΗΣΙΑΖΟΝΤΑΣ ΣΤΟΝ ΠΟΛΕΜΟ
Το κέφι των Ρεθεμνιωτών παρέμενε στο ζενίθ παρά τα οικονομικά προβλήματα που αντιμετώπιζε το σύνολο σχεδόν της τοπικής κοινωνίας. Μπορεί κάποιες χρονιές, λόγω των εθνικών θεμάτων και περιπετειών, να μην γίνονταν μαζικές γιορτές, πάντως οι Ρεθεμνιώτες δεν έχαναν το κέφι τους.
Το 1931 έχουμε άλλη μια απόπειρα οργανωμένου καρναβαλιού, με ευθύνη του κομιτάτου των Απόκρεων. Όπως αναφέρει ο τοπικός Τύπος, «Καρνάβαλος με άσμα, φασουλής, γκαμήλα, παλιάτσος, ψευτογιατρός, οι κλασσικοί αυτοί αποκριάτικοι τύποι, μαζί με «κακοφτιαγμένα μπουλούκια μασκαράδων», θα παρελάσουν με εκκίνηση στην Πλατεία Ηρώων στην Αρκαδίου – Παλαιολόγου και θα καταλήξουν στην Πλατεία των Στρατώνων. Μάλιστα, είχαν θεσπιστεί και χρηματικά βραβεία, 500, 300, 200 και 100 δραχμές.
Το 1933, περίοδο του μεσοπολέμου, πληροφορούμαστε μέσω του Τύπου για τις Απόκριες στο Ρέθυμνο. «Οι Απόκριες εορτάστηκαν και φέτος με πολλή ζωηρότητα. Είχαμε χρόνια να δούμε τόσους πολλούς μασκαράδες. Και το μασκάρεμα και το κέφι ήταν γενικό. Τόσον εις τας λαϊκάς τάξεις όσον και εις την μπουρζουαζίαν του γνωστού δια τους κυανοαίμους του Ρεθεμνακίου». Ο Δημοσιογράφος, με μεγάλη δόση χιούμορ λόγω των ημερών κάνει ιδιαίτερη αναφορά στους μαθητές των ανώτερων τάξεων του Γυμνασίου που κρυμμένοι πίσω από τις μάσκες και την ανωνυμία δεν άφηναν τους Ρεθυμνιώτες να κοιμηθούν με τις όχι και τόσο μελωδικές φωνές τους. «Δεν έλειψαν δε από τη Συμφωνική αυτή ορχήστρα και οι σπουδαστές της Σχολής Μέσης Εκπαίδευσης, επωφελούμενοι της μοναδικής αυτής ευκαιρίας να καλύπτονται από τη μάσκα. Αλλά δυστυχώς το μάθημα της Ωδικής εδιδάχθη ελάχιστα στα σχολεία μας. Τα λαρύγγια των νεαρών μας, στερουμένων κατά κανόνα από αυτά, συνετάραξαν τους ύπνους των μουρμούρηδων που αποσύρονται με τις όρνιθες. Ηλπίζομεν ότι οι νέαι γενεαί χάρις εις τους φωνογράφους και την εκλαΐκευσιν τη μουσικής θα παρουσιάζονται μελωδικότεραι».
Βέβαια, μην φανταστούμε ότι όλοι έβλεπαν με καλό μάτι και διασκέδαζαν τις απόκριες. Υπήρχαν και κάποιοι συντηρητικοί οι οποίοι μόνο κακοδαιμονίες έβλεπαν πίσω από τις αποκριάτικες εκδηλώσεις. Έτσι το 1922 δημοσιεύεται στον τοπικό Τύπο επιστολή με την υπογραφή «Εις κηδεμών» για να μην παραχωρηθεί η χρήση του «ιερού χώρου» αίθουσας του «Οίκου Παιδείας» σε μαθητές Γυμνασίου για να πραγματοποιήσουν τον αποκριάτικο χορό τους για να ενισχύσουν από τα έσοδα το ταμείο του Σχολείου. Μάλιστα ο συγκεκριμένος γονέας μέμφεται και τον Γυμνασιάρχη που εισηγήθηκε την πρόταση και κατά σχολικής εφορείας που δέχθηκε να την εξετάσει.
ΜΕΤΑΠΟΛΕΜΙΚΑ ΚΑΡΝΑΒΑΛΙΑ
ΟΙ ΠΡΩΤΟΙ ΧΟΡΟΙ
Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και τον Εμφύλιο η χώρα άρχισε σιγά-σιγά να ξαναβρίσκει τον βηματισμό της. Οι άνθρωποι άρχισαν να ξαναμπαίνουν στον καθημερινό τους ρυθμό και να ξαναβρίσκουν τις παλιές τους συνήθειες.
Το 1946 αρχίζουν πάλι δειλά-δειλά οι αποκριάτικοι χοροί στο Ρέθυμνο. Οι αγρότες πραγματοποιούν τον αποκριάτικο χορό τους την Τσικνοπέμπτη στο κινηματοθέατρο «Ολύμπια», ενώ στον ίδιο χώρο, δύο μέρες μετά ο Σύλλογος Εφέδρων Παλαιών Πολεμιστών διοργανώνει αποκριάτικο χορό «διά την προικοδότησιν κόρης απόρου μέλους του».
Το 1950 ο Σύλλογος Κυριών πραγματοποιεί τον ετήσιο χορό του στον κινηματογράφο «ΡΕΞ» αφού στο μεταξύ το «Ιδαίον Άντρον» έχει καταστραφεί από τους γερμανικούς βομβαρδισμούς. Τον ίδιο χρόνο το Λύκειο Ελληνίδων πραγματοποιεί την Τσικνοπέμπτη τον καθιερωμένο Παιδικό χορό του και τον χορό των Απάχηδων, ενώ την τελευταία Κυριακή της Αποκριάς διοργανώνει τον μεγάλο αποκριάτικο χορό του.
Και το 1953 πραγματοποιούνται οι καθιερωμένοι χοροί από διάφορα Σωματεία και Συλλόγους, όπως φαίνεται από τις ανακοινώσεις τους στις εφημερίδες της εποχής. Φαίνεται όμως πως η σκληρή καθημερινότητα δεν αφήνει τους Ρεθεμνιώτες να διασκεδάσουν όπως σε παλιότερα χρόνια.
Αποκριάτικος χορός στο ιδιωτικό Σχολείο της Αμαλίας Ζανιδάκη το 1954. (Αρχείο σελ. fb ΡΕΘΥΜΝΟ ΙΣΤΟΡΙΑ-ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ)
Το 1954 φαίνεται πως η αποκριάτικη κίνηση είναι μηδαμινή στο Ρέθυμνο. Αντίθετα στο γειτονικό Ηράκλειο ετοιμάζονται πυρετωδώς για μεγάλες καρναβαλικές εκδηλώσεις. «…εμείς διακρινόμαστε για τη σοβαρότητα και το ..σκεπτικισμό μας. Εξάλλου όσοι θέλουν μπορούνε να πάνε στο Ηράκλειο για να διασκεδάσουν..» γράφει τοπική εφημερίδα της εποχής.
Αποκριάτικος χορός του Γυμνασίου Θηλέων. (Αρχείο σελ. fb ΡΕΘΥΜΝΟ ΙΣΤΟΡΙΑ-ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ)
Τα επόμενα χρόνια, από συνήθεια κυρίως, οι γνωστοί Σύλλογοι πραγματοποιούν τους ετήσιους αποκριάτικους χορούς τους χωρίς όμως να έχουν το κέφι και την ανταπόκριση των περασμένων χρόνων.
Κείμενο: Νίκος Δερεδάκης